- αἱρήσειν
- αἱρέωtake with the handfut inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
пленити — ПЛЕН|ИТИ (102), Ю, ИТЬ гл. 1.Взять в плен, захватить: конь же и ѡрѹжиѥ сътѧжѧни˫а въспри˫ати и плѥнити вс˫а ѿ нихъ помышлѧ˫а… неправьдьныи воиникъ. страстьнѣ падъ на || брани. (αἱρήσειν) ЖФСт к. XII, 93–94; ˫ако же писано ѥсть. нарьци имѧ емѹ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
φημί — ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Α νεοελλ. (λόγια φρ.) «αυτός έφα» χρησιμοποιείται για να δηλώσει γνώμη που έχει εκφραστεί από αυθεντία, χωρίς να επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, και η οποία προέρχεται από τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι… … Dictionary of Greek